- περιχαρακώ
- Αβλ. περιχαρακώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιχαρακώνω — περιχαρακῶ, όω, ΝΜΑ 1. κατασκευάζω χαράκωμα γύρω από κάτι, οχυρώνω 2. μτφ. προστατεύω αποτελεσματικά νεοελλ. απομονώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χαρακῶ ( ώνω) (< χάραξ)] … Dictionary of Greek
περιχαράκωμα — τὸ, ΝΜΑ [περιχαρακώ] νεοελλ. η περιχαράκωση μσν. αρχ. περιχαρακωμένος τόπος … Dictionary of Greek